Βασικές αρχές της Ευρασιατικής Πολιτικής

Πρωτεύουσες καρτέλες

Βασικές αρχές της Ευρασιατικής Πολιτικής  

του Αλεξάντρ Ντούγκιν

 

1) Τρία μοντέλα (Σοβιετικό, φιλο-Δυτικό, Ευρασιατικό)
 
Στη σύγχρονη Ρωσία υπάρχουν τρεις αντικρουόμενες τάσεις κρατικής πολιτικής, τόσο στη σφαίρα της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής πολιτικής. Αυτές οι τρεις τάσεις αποτελούν τις σύγχρονες πολιτικές συντεταγμένες πάνω στις οποίες βασίζεται κάθε πολιτική απόφαση της Ρωσικής κυβέρνησης, και συντίθεται κάθε διεθνές βήμα και κάθε σοβαρό κοινωνικό, οικονομικό ή δικαιικό ζήτημα.
 
Το πρώτο μοτίβο εκπροσωπεί τα στατικά "κλισέ" της Σοβιετικής (κυρίως, της μεταγενέστερης Σοβιετικής) περιόδου. Έχει, κατά κάποιο τρόπο, ριζώσει στην ψυχολογία του ρωσικού συστήματος, συχνά υποσυνείδητα, πιέζοντάς το να ακολουθει μια πορεία βάση προηγουμένων. Αυτό το μοτίβο υποστηρίζεται με το επιχείρημα «αν δούλεψε πριν, θα δουλέψει και τώρα». Και δεν αφορά μόνο τους πολιτικούς ηγέτες που συνειδητά εκμεταλλεύονται τα νοσταλγικά συμπλέγματα των Ρώσων πολιτών. Το Σοβιετικό μοντέλο είναι πολύ πιο πλατύ και βαθύ από τις δομές του KPFR[Communist Party of the Russian Federation], που τώρα πια έχει αποκλειστεί από τα ζωτικά κέντρα αποφάσεων. Βρίσκεται οπουδήποτε οι πολιτικοί και τα όργανα εξουσίας, που επισήμως αποκηρύττουν κάθε σχέση με τον κομμουνισμό, οδηγούνται απ΄ αυτό. Είναι αποτέλεσμα παιδείας, εμπειρίας και συσχετισμών. Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, την ουσία των υπογείων διαδικασιών στην Ρωσική πολιτική, είναι απαραίτητο να παραδεχτούμε την ύπαρξη αυτού του «υποσυνείδητου Σοβιετισμού».
 
Το δεύτερο μοντέλο είναι το φιλελευθερο-δημοκρατικό, φιλο-αμερικανικό, το οποίο ξεκίνησε να σχηματίζεται στην αρχή της «περεστρόικα» και έγινε κατά κάποιο τρόπο η επικρατούσα ιδεολογία κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90. Κατά κανόνα, οι αυτοαποκαλούμενοι "φιλελεύθεροι αναμορφωτές" και οι πολιτικοί τους υποστηρικτές ταυτίζονται με αυτό το μοντέλο. Αυτό το σύστημα βασίζεται στη λογική των αμερικάνικων κοινωνικοπολιτικών αρχών και της εφαρμογής τους στο Ρωσικό έδαφος, εξυπηρετώντας έτσι τα αμερικάνικα εθνικά συμφέροντα σε διεθνή θέματα. Αυτό το μοντέλο έχει το πλεονέκτημα πως στηρίζεται από την υπαρκτή «ξένη παρουσία» σε σχέση με το εικονικό «ντόπιο παρελθόν» γύρω από το οποίο το Σοβιετικό μοντέλο περιστρέφεται. Το επιχείρημα και εδώ είναι απλό: «αν δουλεύει για τους ξένους, τότε θα δουλέψει και για μας». Είναι σημαντικό όμως να τονίσουμε πως οι δεν μιλάμε για έναν οποιοδήποτε «ξένο», αλλά για σαφή προσανατολισμό προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, που είναι το ορόσημο του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου.
 
Αυτά τα δύο μοντέλα (συμπεριλαμβανομένων και πολλαπλών παραλλαγών τους) αποτελούν τις βασικές τάσεις της Ρωσικής πολιτικής. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μετά, όλες οι συζητήσεις και οι κοσμοθεωρητικές και πολιτικές συγκρούσεις λαμβάνουν χώρα μεταξύ των εκπροσώπων αυτών των δύο τάσεων.
 
Το τρίτο μοντέλο είναι λιγότερο γνωστό. Μπορεί να οριστεί ως «Ευρασιατικό». Εδώ έχουμε να κάνουμε με διαδικασίες πολύ πιο σύνθετες από την απλή αντιγραφή της σοβιετικής ή της αμερικανικής εμπειρίας. Αντλεί στοιχεία από την πολιτική μας Ιστορία προσθέτοντας στοιχεία από την σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα. Το ευρασιατικό μοντέλο αναγνωρίζει ότι η Ρωσία (σαν κράτος, λαός και εξουσία) έχει μια αυτόνομη πολιτισμική αξία, και ότι θα πρέπει να διασώσει την μοναδικότητά της, την ανεξαρτησία της και τη δύναμή της όπως αυτά έχουν εξελιχθεί, θέτοντας στην υπηρεσία αυτού του σκοπού κάθε θεωρία, σύστημα ή μηχανισμό που μπορεί να προωθήσει τα παραπάνω συμφέροντα. Ο Ευρασιατισμός, κατά αυτό τον τρόπο, είναι ένας μοναδικός «πατριωτικός πραγματισμός» αποδεσμευμένος από κάθε δόγμα – είτε σοβιετικό, είτε αμερικάνικο. Την ίδια στιγμή, η ευρύτητα και η ελαστικότητα τής ευρασιατικής προσέγγισης δεν την αποτρέπουν από το να είναι εννοιολογικά συστηματοποιημένη, διαθέτοντας όλα τα χαρακτηριστικά μιας οργανικής και εσωτερικά συμπαγούς κοσμοθεωρίας.
 
Καθώς τα δύο προηγούμενα μοντέλα δείχνουν την ακαταλληλότητά τους, ο ευρασιατισμός γίνεται όλο και πιο δημοφιλής. Το σοβιετικό μοντέλο λειτουργεί πάνω σε πεπαλαιωμένες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες, εκμεταλλεύεται τη νοσταλγία και την αδράνεια, και στερείται μιας νηφάλιας ανάλυσης της τρέχουσας διεθνούς κατάστασης και της πραγματικής εξέλιξης των παγκόσμιων οικονομικών τάσεων.
 
Το φιλο-αμερικανικό μοντέλο με τη σειρά του εξ’ ορισμού δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη Ρωσία, καθώς αποτελεί μέρος ενός διαφορετικού πολιτισμού, ολότελα ξένου ως προς αυτήν. Το γεγονός αυτό είναι απόλυτα κατανοητό και στη Δύση, όπου κανείς δεν κρύβει πως αντί για μια ευημερούσα και ασφαλή Ρωσία προτιμά να δει μια Ρωσία αποδυναμωμένη, βυθισμένη στο χάος και την διαφθορά.
Συνεπώς το ευρασιατικό μοντέλο κρίνεται επείγον και απαραίτητο για την ρώσικη κοινωνία.
 
2. Ευρασιατισμός και Ρωσική Εξωτερική Πολιτική
 
Ας ορίσουμε τις βασικές πολιτικές αρχές του μοντέρνου Ρωσικού Ευρασιατισμού.
 
Θα ξεκινήσουμε από την εξωτερική πολιτική.
Όπως σε κάθε πολιτικό πεδίο, έτσι και στην εξωτερική πολιτική ο Ευρασιατισμός προτείνει τον τρίτο δρόμο – ούτε Σοβιετισμός, ούτε Αμερικανισμός. Αυτό σημαίνει πως η ρωσική εξωτερική πολιτική δεν θα πρέπει ούτε να αναπαράγει πιστά το διπλωματικό προφίλ της Σοβιετικής περιόδου (σθεναρή αντίσταση προς τη Δύση, επανάκτηση στρατηγικών συμμαχιών με "κράτη-παρίες", όπως η Βόρειος Κορέα, το Ιράκ και η Κούβα), ενώ ταυτόχρονα ούτε να ακολουθεί τυφλά τις προσταγές του αμερικανικού λόμπυ. Ο Ευρασιατισμός προσφέρει την δική του θεωρία περί εξωτερικής πολιτικής, η ουσία τής οποίας συνοψίζεται ως ακολούθως:
 
Η σύγχρονη Ρωσία μπορεί να διασωθεί ως μια αυτόνομη και ανεξάρτητη πολιτική πραγματικότητα, σαν ένας πολύτιμος παράγοντας της διεθνούς πολιτικής, μόνο υπό τις συνθήκες ενός πολυπολικού κόσμου. Η συγκατάθεση σε ένα μονοπολικό αμερικανοκεντρικό κόσμο είναι αδύνατη για τη Ρωσία, καθώς σε ένα τέτοιο κόσμο δε θα μπορούσε παρά να γίνει ένα από τα αντικείμενα της παγκοσμιοποίησης, χάνοντας έτσι τη μοναδικότητα και ανεξαρτησία της. Η αντίθεση ως προς τη μονοπολική παγκοσμιοποιητική πολιτική και η προώθηση ενός πολυπολικού μοντέλου είναι η βασική προσταγή της σύγχρονης Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Η συνθήκη αυτή δε θα πρέπει να αμφισβητείται από πολιτικές δυνάμεις, και αυτό συνεπάγεται πως οι προπαγανδιστές του αμερικανοκεντρικού παγκοσμιοποιητικού μοντέλου θα πρέπει, τουλάχιστον ηθικά, να αφοπλίζονται. Η κατασκευή του πολυπολικού κόσμου, ζωτικού για τη Ρωσία, είναι εφικτή μόνο μέσω ενός συστήματος στρατηγικών συμμαχιών.
 
Η Ρωσία από μόνη της δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε αυτά τα προβλήματα μην διαθέτοντας επαρκείς πόρους για απόλυτη αυτάρκεια. Συνεπώς η επιτυχία της σε πολλούς τομείς εξαρτάται από την επάρκεια και την δραστηριότητα της εξωτερικής της πολιτικής.
 
Στο σύγχρονο κόσμο υπάρχουν τόσες γεωπολιτικές οντότητες που, λόγω ιστορικών και πολιτισμικών λόγων, ενδιαφέρονται εξ’ ίσου σθεναρά για την πολυπολικότητα. Υπό τις παρούσες συνθήκες, αυτές διαμορφώνονται ως οι φυσικοί σύμμαχοι της Ρωσίας.
Χωρίζονται στις εξής κατηγορίες:
 
Η πρώτη κατηγορία: ισχυροί περιφερειακοί σχηματισμοί (χώρες ή ομάδες χωρών), των οποίων οι σχέσεις με τη Ρωσία μπορούν να χαρακτηριστούν ως «συμπληρωματικές». Αυτό σημαίνει πως οι χώρες αυτές κατέχουν ιδιότητες ζωτικές για τη Ρωσία, ενώ η Ρωσία κατέχει κάτι εξ’ ίσου απαραίτητο γι’ αυτές. Κατά συνέπεια, μια τέτοια στρατηγική ανταλλαγή δυνατοτήτων ωφελεί και τις δύο γεωπολιτικές οντότητες. Σε αυτή την κατηγορία (συμμετρικά συμπληρωματικές) ανήκουν η Ευρωπαϊκή ‘Ένωση, η Ιαπωνία, το Ιράν και η Ινδία. Όλες αυτές οι γεωπολιτικές οντότητες μπορούν απολύτως κατανοητά να διεκδικήσουν το ρόλο αυτόνομων οντοτήτων σε συνθήκες πολυπολικότητας, ενώ ο αμερικανοκεντρισμός τους στερεί αυτή την δυνατότητα. Καθώς η νέα Ρωσία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πια ως ιδεολογικός εχθρός (κάτι που αποτέλεσε το κύριο επιχείρημα των Αμερικανών για να τραβήξουν στην τροχιά τους την Ευρώπη και την Ιαπωνία, ενώ περιόρισε τη Ρωσία στο μπλοκ του περιθωρίου μαζί με το εξισλαμισμένο Ιράν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου), η ανάγκη για απόλυτη υποταγή αυτών των χωρών στην αμερικανική γεωπολιτική δεν υποστηρίζεται πλέον με κανένα επιχείρημα (πέραν της ιστορικής αδράνειας). Συνεπώς, οι αντιθέσεις μεταξύ των Η.Π.Α. και των συμπληρωματικών δυνάμεων προς τη Ρωσία θα αυξάνονται συνεχώς.
 
Αν η Ρωσία αποδειχθεί ενεργή και καθιερώσει το ρόλο της στην πολυπολική τάση, θα βρει τα κατάλληλα επιχειρήματα και τις εναλλακτικές συνθήκες για στρατηγική συμμαχία, και η ομάδα των υποστηρικτών της πολυπολικότητας θα γίνουν ισχυροί και θα ασκήσουν επιρροή ώστε να επιτύχουν επαρκώς την υλοποίηση του δικού τους σχεδίου στην μελλοντική γεωπολιτική πραγματικότητα.
Σε κάθε μια απ’ αυτές τις δυνάμεις, η Ρωσία έχει να προσφέρει πόρους, την στρατηγική δυνατότητα όπλων και πολιτικό βάρος. Σαν αντάλλαγμα η Ρωσία θα δεχθεί, αφ’ ενός μεν, οικονομική και τεχνολογική υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ιαπωνία, και αφ’ ετέρου, πολιτική και στρατηγική συνεργασία με το νότο από πλευράς Ιράν και Ινδίας.
Ο Ευρασιατισμός οραματίζεται μία τέτοια πορεία εξωτερικής πολιτικής, και την τεκμηριώνει μέσω της επιστημονικής μεθοδολογίας της Γεωπολιτικής.
 
Η δεύτερη κατηγορία: γεωπολιτικοί σχηματισμοί οι οποίοι ενδιαφέρονται για την πολυπολικότητα, χωρίς να είναι άμεσα συμπληρωματικοί προς τη Ρωσία. Αυτοί είναι η Κίνα, το Πακιστάν και οι Αραβικές χώρες. Οι παραδοσιακές πολιτικές αυτών των χωρών είχαν χαρακτήρα διαμεσολαβητή, χωρίς η στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία να είναι η πρώτη τους προτεραιότητα. Επιπλέον, η ευρασιατική συμμαχία της Ρωσίας με τις χώρες της πρώτης κατηγορίας ενισχύει τους παραδοσιακούς αντίπαλους των χωρών της δεύτερης κατηγορίας στο τοπικό επίπεδο. Για παράδειγμα, το Πακιστάν, η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος έχουν σοβαρές αντιθέσεις με το Ιράν, όπως και η Κίνα με την Ιαπωνία και την Ινδία. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, οι σχέσεις της Ρωσίας με την Κίνα αποτελούν μια ειδική περίπτωση, η οποία περιπλέκεται από δημογραφικά προβλήματα, με το αυξημένο ενδιαφέρον της Κίνας για τις αραιοκατοικημένες περιοχές της Σιβηρίας, καθώς και την απουσία σοβαρής τεχνολογικής και οικονομικής δυνατότητας από πλευράς της Κίνας να λύσει το μείζον πρόβλημα της Ρωσίας για την τεχνολογική αφομοίωση της Σιβηρίας.
 
Όλες οι χώρες της δεύτερης κατηγορίας φτάνουν στην αναγκαιότητα να επιλέξουν ανάμεσα στην αμερικανοκεντρική μονοπολικότητα (που δεν τις προσφέρει τίποτα) και τον Ευρασιατισμό.
Σε σχέση με αυτές τις χώρες της δεύτερης κατηγορίας, η Ρωσία πρέπει να δράσει με την μεγαλύτερη προσοχή –μη συμπεριλαμβάνοντας τις στο ευρασιατικό σχέδιο, αλλά ταυτόχρονα στοχεύοντας στο να εξουδετερώσει όσο το δυνατόν την προοπτική των αρνητικών αντιδράσεών τους και να αντικρούσει ενεργά τη συμμετοχή τους στη διαδικασία του μονοπολικού παγκοσμιοποιητικού σχεδίου.
 
Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει τις χώρες του Τρίτου Κόσμου που δεν διαθέτουν αρκετό γεωπολιτικό δυναμικό για να διεκδικήσουν, ακόμα και περιορισμένη θέση, στο γεωπολιτικό χάρτη. Σχετικά με αυτές τις χώρες, η πολιτική της Ρωσίας ποικίλει, συνεισφέροντας έτσι στην γεωπολιτική τους ενσωμάτωση στις ζώνες «κοινής ωφελείας» κάτω από τον έλεγχο της Ρωσίας και του ευρασιατικού μπλοκ. Αυτό σημαίνει πως η Ζώνη του Ισημερινού εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ρωσίας καθώς ευνοεί την ενίσχυση της Ιαπωνικής παρουσίας. Στην Ασία κρίνεται απαραίτητο να ενθαρρύνουμε την παρουσία της Ινδίας και του Ιράν. Είναι επίσης σημαντικό το να συνεισφέρουμε στην διεύρυνση της επιρροής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον Αραβικό κόσμο και την Αφρική συνολικά. Τα ίδια κράτη που περικλείονται στην παραδοσιακή σφαίρα επιρροής της Ρωσίας πρέπει να παραμείνουν εκεί ή να επανέλθουν προς αυτήν αν έχουν απομακρυνθεί. Η πολιτική ένταξης των χωρών της Κ.Α.Κ. (Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών) προς την Ευρασιατική Ένωση προσβλέπει σε αυτό το σκοπό.
 
Η τέταρτη κατηγορία: οι Η.Π.Α. και οι χώρες της αμερικανικής ηπείρου που βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο των Η.Π.Α. Η διεθνής ευρασιατική πολιτική της Ρωσίας πρέπει να προσανατολιστεί προς το να υποδείξει πάση θυσία στις Η.Π.Α. την ασυνέπεια του μονοπολικού κόσμου, τον αντικρουόμενο χαρακτήρα και την ανευθυνότητα όλων των διαδικασιών της αμερικανοκεντρικής παγκοσμιοποίησης. Σθεναρά και ενεργά (χρησιμοποιώντας, γι αυτό το σκοπό, τα εργαλεία της Ευρασιατικής συμμαχίας) η Ρωσία πρέπει να αντισταθεί στην παγκοσμιοποίηση και να υποστηρίξει την απομονωτική πολιτική των Η.Π.Α. αποσκοπώντας στον περιορισμό των αμερικανικών γεωπολιτικών συμφερόντων στην αμερικανική ήπειρο. Οι Η.Π.Α., ως η ισχυρότερη τοπική δύναμη της οποίας το φάσμα των στρατηγικών ενδιαφερόντων δε θα ξεπερνά τα όρια του Ειρηνικού και Ατλαντικού Ωκεανού, μπορεί ακόμα και να γίνει σύμμαχος μιας ευρασιατικής Ρωσίας. Επιπλέον, μια τέτοια Αμερική θα ήταν εξαιρετικά επιθυμητή για τη Ρωσία, καθώς θα περιόριζε τις φιλοδοξίες της Ευρώπης, της ζώνης του Ισημερινού, καθώς και του ισλαμικού κόσμου και της Κίνας, αν κάποιος απ΄ αυτούς τους σχηματισμούς αποφάσιζε να επιβάλλει ένα μονοπολικό παγκοσμιοποιητικό σχέδιο βασισμένο πάνω στα δικά τους γεωπολιτικά συστήματα. Και αν η μονοπολική παγκοσμιοποίηση εξακολουθήσει να προωθείται από την πλευρά των Η.Π.Α., τότε είναι στο χέρι της Ρωσίας να ενισχύσει τα αντιαμερικανικά αισθήματα στην Κεντρική και Νότια Αμερική, χρησιμοποιώντας, όμως, μία πιο ελαστική και ευρεία αντίληψη και γεωπολιτική προσέγγιση από αυτή του Μαρξισμού. Στο ίδιο μοτίβο κινείται και η προτεραιότητα της πολιτικής προσέγγισης των αντιαμερικανικών πολιτικών κύκλων σε Καναδά και Μεξικό. Πιθανώς οι δραστηριότητες των λόμπυ της ευρασιατικής διασποράς στις Η.Π.Α να στραφούν και προς αυτή την κατεύθυνση.
 
3. Ευρασιατισμός και εσωτερική πολιτική
 
Η εσωτερική πολιτική του ευρασιατισμού θα ακολουθήσει κάποιες βασικές κατευθύνσεις.
Η ένταξη των χωρών της Κ.Α.Κ. σε μια Ευρασιατική Ένωση είναι η βασική στρατηγική μέριμνα του ευρασιατισμού. Η ελάχιστη στρατηγική προϋπόθεση που είναι απαραίτητη για να ξεκινήσει μια σοβαρή διεθνής δραστηριότητα για τη δημιουργία ενός πολυπολικού κόσμου δεν είναι η Ρωσική Ομοσπονδία, αλλά το να ληφθούν οι της Κ.Α.Κ. σαν μια αυτόνομη στρατηγική πραγματικότητα, δεμένη με κοινή θέληση και κοινούς πολιτισμικούς σκοπούς. Το πολιτικό σύστημα του Ευρασιατισμού βασίζεται λογικά σε μια «συμμετοχική δημοκρατία», η έμφαση της οποίας θα πέσει όχι στην ποσότητα, αλλά στην ποιότητα των αντιπροσώπων. Η αντιπροσωπευτική εξουσία θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την ποιοτική δομή της ευρασιατικής κοινωνίας, αντί για τους μέσους στατιστικούς δείκτες που βασίζονται στις προεκλογικές εκτιμήσεις. Ειδική προσοχή πρέπει να δοθεί στους αντιπροσώπους των εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.
 
Η «συμμετοχική δημοκρατία» πρέπει να είναι οργανικά συνδεδεμένη με ένα σημαντικό βαθμό ατομικής υπευθυνότητας που να εκφράζεται όσο το δυνατόν περισσότερο στις στρατηγικές περιοχές. Ο ανώτερος ηγέτης της Ευρασιατικής ΄Ενωσης πρέπει να συγκεντρώνει την δύναμη και την θέληση για την ευημερία του κράτους.
 
Η αρχή της κοινωνικής προσταγής θα πρέπει να συνδυάζεται με την αρχή της προσωπικής ελευθερίας, σε μια αναλογία κατ’ ουσίαν διαφορετική τόσο από των φιλελεύθερων-δημοκρατικών συνταγών όσο και από των Μαρξιστικών. Ο Ευρασιατισμός προϋποθέτει την διατήρηση μιας σαφούς ισορροπίας, με τον δημόσιο παράγοντα να παίζει σημαντικό ρόλο.
 
Σε γενικές γραμμές, η ενεργή ανάπτυξη της κοινωνικής αρχής είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό της ευρασιατικής πολιτικής. Διαφαίνεται στην ψυχολογία μας, στην ηθική και στην θρησκεία μας. Αλλά, εν αντιθέσει με τις Μαρξιστικές αντιλήψεις, η κοινωνική αρχή θα πρέπει να εφαρμόζεται ποιοτικά και με διαφοροποιήσεις σε σχέση με το κάθε εθνικό, ψυχολογικό, πολιτισμικό και θρησκευτικό πλαίσιο. Η κοινωνική αρχή δεν πρέπει να καταπνίγει, αλλά να ενισχύει την ιδιωτική πρωτοβουλία, δίνοντάς της ένα ποιοτικό υπόβαθρο.
 
Η ποιοτική κατανόηση του κοινωνικού παράγοντα επιτρέπει τον ακριβή ορισμό της χρυσής τομής μεταξύ του υπερ-ατομισμού της καπιταλιστικής Δύσης και του υπερ-κολλεκτιβισμού της σοσιαλιστικής Ανατολής.
Στο διοικητικό του σύστημα, ο ευρασιατισμός αποτελείται από ένα μοντέλο «ευρασιατικής ομοσπονδίας». Αυτό προϋποθέτει την επιλογή σαν βασικές κατηγορίες για το χτίσιμο της ομοσπονδίας, όχι τις περιοχές, αλλά τις εθνότητες. Έχοντας διαχωρίσει την αρχή της εθνοπολιτισμικής αυτονομίας από την τοπική αρχή, η ευρασιατική ομοσπονδία θα διαλύσει για πάντα τους διαχωριστικούς παράγοντες. Έτσι, σαν αποζημίωση, οι λαοί της ευρασιατικής ομοσπονδίας θα λάβουν τη δυνατότητα της μεγαλύτερης δυνατής ανάπτυξης της εθνικής, θρησκευτικής, και σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, νομικής και διοικητικής ανεξαρτησίας. Η αδιαμφισβήτητη στρατηγική ενότητα της ευρασιατικής ομοσπονδίας συνοδεύεται από εθνικό πλουραλισμό, με έμφαση στο νομικό στοιχείο των «δικαιωμάτων των λαών».
 
Ο στρατηγικός έλεγχος του χώρου της Ευρασιατικής Ένωσης εξασφαλίζεται από την διοικητική ενότητα ομοσπονδιακών στρατηγικών περιοχών, στη σύνθεση των οποίων μπορούν να εισέλθουν διάφοροι συνδυασμοί, από εθνικοί / πολιτισμικοί ως εδαφικοί. Η άμεση διαφοροποίηση των περιοχών σε διάφορα επίπεδα θα ενισχύσει την ελαστικότητα, την προσαρμοστικότητα και τον πλουραλισμό στο διοικητικό σύστημα, σε συνδυασμό με αυστηρό συγκεντρωτισμό στο στρατηγικό επίπεδο.
Η ευρασιατική κοινωνία μπορεί να ιδρυθεί με βάση την αρχή μια ανανεωμένης ηθικής που κατέχει κοινά στοιχεία και φόρμες που συνδέονται με τη μοναδικότητα των εθνοτικών ομάδων. Οι αρχές της φυσικότητας, της αγνότητας, του περιορισμού, του σεβασμού για τους κανόνες, της υπευθυνότητας, της υγιούς διαβίωσης, της δικαιοσύνης και της αλήθειας είναι κοινές σε όλες τις παραδόσεις τις Ευρασίας. Αυτές οι αδιαμφισβήτητες ηθικές αξίες πρέπει να προαχθούν σε κρατικές αξίες. Οι σκανδαλώδεις κοινωνικές ανωμαλίες και η αναιδής και βίαιη παραβίαση των ηθικών αρχών πρέπει να ξεριζωθούν χωρίς έλεος.
 
Οι ένοπλες δυνάμεις της Ευρασίας και οι αρμόδιες πολιτικές αρχές πρέπει να εκλαμβάνονται ως ο στρατηγικός σκελετός του πολιτισμού. Ο κοινωνικός ρόλος των στρατών πρέπει να αυξηθεί και είναι απαραίτητο να επανορθωθεί το δημόσιος σεβασμός και το κύρος τους.
Στο δημογραφικό πεδίο, είναι απαραίτητο να ενισχύσουμε τον «πολλαπλασιασμό του ευρασιατικού πληθυσμού» ενθαρρύνοντας ηθικά, υλικά και ψυχολογικά την τεκνοποιία, ανάγοντάς την σε ευρασιατική κοινωνική σταθερά.
 
Στον τομέα της εκπαίδευσης είναι απαραίτητο να ενισχύσουμε την ηθική και επιστημονική κατάρτιση της νεολαίας στο πνεύμα της πίστης στις ιστορικές ρίζες, της αφοσίωσης στην ευρασιατική ιδέα, στην υπευθυνότητα, την ανδρεία και την δημιουργική δραστηριότητα.
 
Η δραστηριότητα του τομέα της πληροφόρησης στην ευρασιατική κοινωνία θα πρέπει να βασίζεται στην αυστηρή προώθηση των πολιτισμικών προτεραιοτήτων, όταν θα διαφωτίζει τα εγχώρια και ξένα δρώμενα. Οι αρχές της διαμόρφωσης και της πνευματικής και ηθικής διαπαιδαγώγησης θα πρέπει να τίθενται πάνω από τις αρχές της διασκέδασης και του εμπορικού κέρδους. Η αρχή της ελευθερίας λόγου θα πρέπει να συνδυάζεται με την υπευθυνότητα στην ελεύθερη έκφραση του λόγου.
 
Ο Ευρασιατισμός προϋποθέτει τη δημιουργία μιας κινητοποιημένης κοινωνίας όπου οι αρχές της δημιουργίας και του κοινωνικής βελτιστοποίησης θα είναι οι σταθερές για την ανθρώπινη ζωή. Στην βάση της ευρασιατικής προσέγγισης στα κοινωνικά ερωτήματα βρίσκεται η αρχή της ισορροπίας μεταξύ κράτους και ιδιώτη. Η ισορροπία αυτή ορίζεται από την ακόλουθη λογική: όλες οι βαθμίδες που σχετίζονται με την στρατηγική σφαίρα (το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, η εκπαίδευση, η ασφάλεια, η ειρήνη, η ηθική και σωματική υγεία των μελών ενός Έθνους, η δημογραφία, η οικονομική ανάπτυξη, κλπ) ελέγχονται αποκλειστικά από το Κράτος.
 
Η μικρομεσαία παραγωγή, οι υπηρεσίες, η ιδιωτική ζωή, η βιομηχανία της διασκέδασης και οι δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, δεν ελέγχονται μόνο από το Κράτος, αλλά αντίθετα και από την προσωπική και ιδιωτική πρωτοβουλία (εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις όπου η τελευταία συγκρούεται με τις στρατηγικές προσταγές του Ευρασιατισμού σε παγκόσμιο επίπεδο).
 
4) Ευρασιατισμός και οικονομία
 
Εν αντιθέσει με τον Φιλελευθερισμό και το Μαρξισμό, ο Ευρασιατισμός δεν βλέπει την οικονομική σφαίρα ούτε ως αυτόνομο ούτε ως καθοριστικό για τις κοινονικοπολιτικές και κρατικές διεργασίες, παράγοντα. Σύμφωνα με την ευρασιατική άποψη, οι οικονομική δραστηριότητα δεν είναι παρά μια λειτουργία των διάφορων πολιτισμικών, κοινωνικών, πολιτικών, ψυχολογικών και ιστορικών πραγματικοτήτων. Μπορούμε να εκφράσουμε την ευρασιατική σχέση με την οικονομία παραφράζοντας το Ευαγγέλιο «όχι ο άνθρωπος για την οικονομία, αλλά η οικονομία για τον άνθρωπο». Μια τέτοια σχέση με την οικονομία μπορεί να χαρακτηριστεί ποιοτική: η ώθηση βασίζεται όχι πάνω σε επίσημους ψηφιακούς δείκτες οικονομικής ανάπτυξης, αλλά σε ένα ευρύτερο φάσμα δεικτών όπου η οικονομική δύναμη υπολογίζεται και με βάση άλλους παράγοντες που έχουν κοινωνικό χαρακτήρα. Κάποιοι οικονομολόγοι όπως ο Joseph Schumpeterέχουν ήδη αποπειραθεί μα εισάγουν ποιοτικές παραμέτρους στα οικονομικά, διαχωρίζοντας τα κριτήρια της απλής οικονομικής αύξησης με την οικονομική ανάπτυξη. 
 
Ο Ευρασιατισμός προσεγγίζει το θέμα από μια ακόμα ευρύτερη οπτική γωνία: αυτό που μετράει δεν είναι μόνο η οικονομική ανάπτυξη, αλλά η οικονομική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την κοινωνική ανάπτυξη.
Η ευρασιατική προσέγγιση της οικονομίας μπορεί να εκφραστεί απλοποιημένα ως εξής: κρατικός έλεγχος στους στρατηγικούς βραχίονες (βιομηχανικο-στρατιωτικό σύμπλεγμα, φυσικά μονοπώλια και τα συναφή) και μεγιστοποιημένη οικονομική ελευθερία για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
 
Το βασικό στοιχείο της ευρασιατικής οικονομικής προσέγγισης είναι η ιδέα της επίλυσης ενός σημαντικού αριθμού ρωσικών εθνικών και οικονομικών προβλημάτων μέσα στα πλαίσια της ευρασιατικής εξωτερικής πολιτικής. Μερικές γεωπολιτικές ενότητες που έχουν ζωτικό ενδιαφέρον για την πολυπολικότητα του κόσμου, όπως πρώτα απ’ όλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιαπωνία, διαθέτουν τεράστιο οικονομικό και τεχνολογικό δυναμικό και η συμμετοχή τους μπορεί να αλλάξει δραστικά το κλίμα της οικονομίας στη Ρωσία. Στο παρόν στάδιο πρέπει, δυστυχώς, να παραδεχτούμε πως η Ρωσία δεν διαθέτει τους απαραίτητους πόρους για (ούτε καν μερική) αυτάρκεια. Συνεπώς, οι επενδύσεις και άλλες συναλλαγές με τις οικονομικά ανεπτυγμένες περιοχές, είναι ζωτικής σημασίας για μας. Αυτές οι συναλλαγές θα πρέπει αρχικά να σχεδιάζονται περισσότερο πάνω σε ογκομετρική λογική παρά βάσει στενών οικονομικών σχέσεων –επενδύσεις, πιστώσεις, εισαγωγές-εξαγωγές, ενεργειακές μεταφορές, κλπ. Όλα αυτά θα πρέπει να τίθενται στο ευρύτερο πλαίσιο κοινών στρατηγικών στόχων – όπως η κοινή αφομοίωση ζωτικού χώρου ή η δημιουργία ενοποιημένων ευρασιατικών συγκοινωνιών και πληροφορικών συστημάτων.
 
Κατά κάποιο τρόπο η Ρωσία πρέπει να εναποθέσει το βάρος της οικονομικής της αναγέννησης στους συνέταιρους του «κλαμπ των υποστηρικτών της πολυπολικότηττας», χρησιμοποιώντας γι’ αυτό το σκοπό ενεργά την πιθανότητα προσφοράς εξαιρετικά βολικών κοινών μεταφορικών μέσων (η «υπερ-ευρασιατική οδός») ή ζωτικών ενεργειακών πόρων για την Ευρώπη και την Ιαπωνία.
 
Ένα σχετικό πρόβλημα είναι η επιστροφή του κεφαλαίου στην Ρωσία. Ο Ευρασιατισμός παραθέτει πολύ σοβαρούς λόγους γι’ αυτό το θέμα. Η Ρωσία που βρίσκεται σε σύγχυση από την περίοδο των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που αντιμετωπίζει τον εαυτό της με δυσπιστία και πέφτει θύμα των ψυχώσεων της ιδιωτικοποίησης και της διαφθοράς, και η Ευρασιατική, πατριωτική και κρατικοποιημένη Ρωσία των αρχών του 21ου αιώνα, βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση.
 
Το κεφάλαιο έφυγε αφήνοντας μια αδύναμη και καταρρέουσα Ρωσία. Σε μια Ρωσία που βρίσκεται σε μια πορεία δύναμης και ανάρρωσης, το κεφάλαιο πρέπει να επιστρέψει.
Στις δυτικές χώρες τα περισσότερα κεφάλαια που προέρχονται από τη Ρωσία δεν μπορούν ούτε να διασωθούν ούτε να αναπτυχθούν. Στις αρχές τις δεκαετίας του ’90, η Δύση ενέκρινε τον αποκλεισμό ρωσικών κεφαλαίων (κυρίως προερχόμενων από δραστηριότητες του υποκόσμου), πιστεύοντας, σύμφωνα με την ψυχροπολεμική λογική, πως η αποδυνάμωση της μετα-κομμουνιστικής Ρωσίας θα την καθιστούσε παίγνιο στα χέρια των χωρών του ΝΑΤΟ. Τώρα η κατάσταση έχει αλλάξει δραστικά, και υπό τις παρούσες συνθήκες θα δημιουργηθούν προβλήματα (που έχουν παρεμπιπτόντως ήδη εμφανιστεί) για τους κατόχους παράνομου κεφαλαίου στην Δύση.
 
Η ευρασιατική λογική αποσκοπεί στην δημιουργία των πιο ευνοϊκών συνθηκών για την επιστροφή αυτών των κεφαλαίων στη Ρωσία, που από μόνα τους θα αποτελέσουν σημαντική ώθηση για την ανάπτυξη της οικονομίας. Εν αντιθέσει με τις πεποιθήσεις κάποιων αφηρημένων, αμιγώς φιλελεύθερων δογμάτων, το κεφάλαιο επιστρέφει πιο γρήγορα σε ένα κράτος με ισχυρή και υπολογίσιμη εξουσία και ακριβή στρατηγικό προσανατολισμό, παρά σε μια ανεξέλεγκτη, χαοτική και ασταθή χώρα.
 
5. Το ευρασιατικό μονοπάτι
 
 
Ο Ευρασιατισμός είναι το μοντέλο που ανταποκρίνεται πιο πιστά στα στρατηγικά ενδιαφέροντα της μοντέρνας Ρωσίας. Προσφέρει απαντήσεις στα πιο δύσκολα ερωτήματα και προσφέρει διεξόδους ακόμα και στις πιο πολύπλοκες καταστάσεις. Ο Ευρασιατισμός συνδυάζει την διαλλακτικότητα και το διάλογο με την πίστη στις ιστορικές ρίζες και την συνεπακόλουθη προώθηση των εθνικών συμφερόντων. Προσφέρει μια σταθερή ισορροπία μεταξύ του Ρωσικού εθνικού ιδεώδους και των δικαιωμάτων όλων των λαών που κατοικούν σε ρωσικά εδάφη και στην ευρύτερη ευρασιατική ζώνη.
 
Μερικά μεμονωμένα στοιχεία της ευρασιαστικής πολιτικής χρησιμοποιούνται ήδη από τις Ρωσικές αρχές και στρέφονται προς δημιουργικές λύσεις των δύσκολων προβλημάτων που η Ρωσία έχει να αντιμετωπίσει τον επερχόμενο αιώνα. Και κάθε φορά που αυτό συμβαίνει, η επάρκεια, η αποτελεσματικότητα και τα σοβαρά στρατηγικά αποτελέσματα μιλάνε από μόνα τους. Οι διαδικασίες ενσωμάτωσης των χωρών της Κ.Α.Κ., η δημιουργία της Ευρασιατικής Οικονομικής Κοινοπολιτείας, τα πρώτα βήματα της νέας εξωτερικής πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας σχετικά με την Ευρώπη, την Ιαπωνία, το Ιράν και τις εγγύς χώρες της Ανατολής, η δημιουργία ενός συστήματος ομοσπονδιακών περιοχών, η ισχυροποίηση της κάθετης διάταξης εξουσίας, η αποδυνάμωση των ολιγαρχικών ομάδων, η πατριωτική και κρατική πολιτική και η αύξηση της ευθύνης στην δουλειά των ΜΜΕ –όλα αυτά είναι σχετικά και ουσιαστικά στοιχεία του Ευρασιατισμού. Για την ώρα αυτά τα στοιχεία είναι αναμεμιγμένα με τα αδρανή στοιχεία των άλλων δύο τάσεων (φιλελευθερο-δημοκρατικών και σοβιετικών). Και παρ’ όλα αυτά είναι απόλυτα ξεκάθαρο πως ο Ευρασιατισμός προχωρά σταθερά προς την αποκορύφωση, ενώ οι άλλες δύο τάσεις περιορίζονται στη διαμάχη της οπισθοφυλακής.
 
 
Η ενίσχυση του ρόλου του Ευρασιατισμού στη Ρωσική πολιτική είναι μια σταδιακή και εξελικτική διαδικασία. Έχει έρθει, όμως, ήδη ο καιρός για μια πιο προσεκτική και υπολογίσιμη διάδοση αυτής της πραγματικά παγκόσμιας θεωρίας, της οποίας η μεταμόρφωση σε πολιτική και κοσμοθεωρητική πρακτική λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια μας.