Γιατί και πως ο ελληνικός λαός δεν κινδυνεύει δυστυχώς από την πιθανότητα εμφυλίου

Πρωτεύουσες καρτέλες

Γιατί και πως ο ελληνικός λαός δεν κινδυνεύει δυστυχώς από την πιθανότητα εμφυλίου. 

 

     Στις μέρες μας, γίνεται όλο και περισσότερο εμφανής στον δημόσιο λόγο η μαξιμαλιστική ρητορική περί ενός “νέου εμφυλίου πολέμου”. Η απειλή αυτή κρούει την θύρα για διάφορους λόγους: το Μνημόνιο, η ξένη κατοχή, η φτώχεια και η ανέχεια η πόλωση στην πολιτική ή και η άνοδος των άκρων. Κάποιοι, συνηθισμένοι στην γνωστή εδώ και πολλές δεκαετίες νεοελληνική μεμψιμοιρία τονίζουν τα “αδιέξοδα” στα οποία κι έχει έρθει ο ελληνικός λαός ή τμήματά του τα τελευταία χρόνια απότομα. Κάποιοι άλλοι χρόνια προβλήματα που απλά επιδεινώθηκαν εν μέσω κρίσης όπως η έλλειψη παιδείας, η αποτυχία δημιουργίας ενός λειτουργικού κοινοβουλευτικού συστήματος, η αποτυχία της ελληνικής κοινωνίας να εκσυγχρονιστεί. Όλοι όμως επικεντρώνονται γύρω από “ντισκούρσους” σχετικά με την απώλεια της υπερηφάνειας (είτε εθνικής είτε ατομικής, είτε και τα δύο), την αύξηση της ανασφάλειας και την αδυναμία εκ μέρους του συστήματος να προσφέρει οράματα ή την υπόσχεση για την πραγματοποίηση οραμάτων και επιθυμιών, κυρίως προς τους νέους ανθρώπους. Τί είναι πραγματικά όμως ένας εμφύλιος; Ποια τα αίτια κι οι αφορμές που τον προκαλούν; Ποια και πόσα τα υποκείμενα που “παίζουν” σ' ένα τέτοιο παιχνίδι;

     Μελετώντας κανείς, έστω και “πρόχειρα” περιόδους τέτοιων ή συναφών συγκρούσεων, όχι μόνο μέσα στην ελληνική αλλά και την παγκόσμια ιστορία, εύκολα θα διαπιστώσει την αναπόφευκτη παρουσία κάποιων παραγόντων οι οποίοι και εκτονώνονταν τελικά σε μια εμφύλια σύρραξη. Πρώτη και κύρια, βασική προϋπόθεση, δεν ήταν το οικονομικό επίπεδο ενός λαού ή άλλοι παρόμοιοι τεχνοκρατικοί λόγοι, αλλά το δημογραφικό. Ο άνθρωπος ως ένα ζωντανό φαινόμενο επί της γης, ακολουθεί σε οριακές στιγμές, τάσεις κι ένστικτα τα οποία κι ανταποκρίνονται επιβαλλόμενα από την αρχέγονη φύση που κληρονόμησε από τους προγόνους του, και ο εμφύλιος, εφόσον πρόκειται για πόλεμο, είναι μια στιγμή οριακή. Τέτοιες στιγμές υπήρξαν πολλές: οι μεγάλες εθνικοδημοκρατικές επαναστάσεις στα τέλη του 18ου αιώνα, η προτεσταντική μεταρρύθμιση, οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες, το ξέσπασμα των κομμουνιστικών και φασιστικών κινημάτων του περασμένου αιώνα. Κύματα νεολαίας στις εποχές εκείνες έπαιξαν καθοριστικό και πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στην έμπρακτη αμφισβήτηση της καθεστηκυίας τάξης -δηλαδή στην εκδήλωση επαναστατικής βίας και όχι στην διάχυση ενός “πολύ δίκαιου” (κατά τα άλλα...) ηθικολογικού προτάγματος ή μιας αντίστοιχης φιλοσοφικής θεωρίας- και στην εγκαθίδρυση μιας νέας. Οι οικονομικοί παράγοντες, όσο κι αν έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην διαδικασία αυτή, ήταν πάντα απλά μια προϋπόθεση δευτερεύουσα, όσο κι αν αυτό μπορεί να σκανδαλίσει κάποιους, κι όχι η κινητήρια δύναμη. Ως κι η Οκτωβριανή Επανάσταση ξέσπασε με αίτημα την ειρήνη, κατά τα άλλα φτώχεια κι ανισότητα στην προεπαναστατική ρωσική κοινωνία επικρατούσαν για αιώνες. Ενώ άλλα παρόμοια μαζικά φαινόμενα ένοπλης κινητοποίησης, ξέσπασαν εν πολλοίς εξαιτίας του ανθρώπινου ενστίκτου για επέκταση κι επιβολή, για ανακάλυψη του καινούργιου, από μία βούληση εντελώς  “ακατανόητη” μέσω οποιασδήποτε “επιστημονίστικης”, εξορθολογιστικής ή τεχνοκρατικής οπτικής, μια βούληση συλλογική αν και την καθοδηγούσαν οργανωμένες  κεφαλές, μια βούληση που προέκυψε ουσιαστικά “εκ του μηδενός”. Τέτοια απότοκα υπήρξαν οι Σταυροφορίες και η κατάκτηση της Αμερικής, έχοντας ως καταστατικό μύθο κι έμπνευση την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων και την διάδοση της καθολικής πίστης αντίστοιχα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απουσίαζαν τα υλικά και συμφεροντολογικά κίνητρα. Είναι γεγονός εξάλλου ότι χωρίς ένα “μίνιμουμ” ιδεαλισμού, ο άνθρωπος μένει απλά ασυγκίνητος: κανένας ποτέ δεν θα σχετίσει το νόημα της ύπαρξής του με την βελτίωση κάποιου οικονομικού δείκτη, ούτε φυσικά θα θυσιαστεί για την αύξηση επί παραδείγματι του ΑΕΠ μιας χώρας ή του μισθού του. Φυσικά, πάντα παίζει ρόλο και το πολιτισμικό πλαίσιο εντός του οποίου ένα συλλογικό ένστικτο της μάζας καταφέρνει να εκδηλωθεί και γεγονός αποτελεί ότι η Ευρώπη εδώ και περίπου έναν αιώνα και πολύ χειρότερα η Ελλάδα σήμερα, βιώνουν μια από της πιο βαθιές πολιτισμικές κρίσης στην ανθρώπινη ιστορία. Έτσι, η γενιά του περίφημου “baby boom” αναλώθηκε στην υπερκατανάλωση αρχικά και πλέον στα μαζικά πακέτα διακοπών, ενώ ο “Μάης του '68” δεν κατάφερε να θεμελιώσει τίποτα. 

     Παρόλα αυτά, η πολιτισμική κρίση, που αργά ή γρήγορα, ως ένας παράγοντας σήψης μέσα σε μια κοινωνία, έναν λαό, έναν πολιτισμό, ακόμα κι αν είναι πρόβλημα προς επίλυση δεν σημαίνει πάντα ότι θα λυθεί, όχι τουλάχιστον από αυτούς τους οποίους κι αφορά. Η καταστροφή του μινωικού πολιτισμού στην αρχαιότητα και η πτώση της Ρώμης, καταδεικνύουν ακριβώς αυτό το ζήτημα: κοινωνίες που παραδόθηκαν σχεδόν αμαχητί σε ορδές βαρβάρων, ακόμη κι αν το όποιο επίπεδό τους στον τομέα της κουλτούρας ήταν ασύγκριτα ανώτερο. Αντίθετα με τους εμφύλιους, που σε πολλές περιπτώσεις κατάφεραν μέσα σε ένα βάθος χρόνου να δραστηριοποιήσουν λαούς και ηγεσίες ανεξαρτήτως των βραχύβιων καταστροφικών συμπτωμάτων. Η Ρώμη στην αρχαιότητα, η Ρωσία και η Βρετανία των μέσων της  δεύτερης μετά Χριστών χιλιετίας οδηγήθηκαν στη δημιουργία αυτοκρατοριών, ακριβώς έπειτα από μια μεγάλη περίοδο εσωτερικής αιματηρής έριδας, ο Ιουστινιανός στην εδαφική αποκατάσταση πολλών εδαφών της παλαιάς Ρώμης κατά τον Μεσαίωνα και στην αναστήλωση της ρωμαϊκής αίγλης ακριβώς μετά από την “Στάση του Νίκα”. Ή μήπως δεν υπήρξε ο Μέγας Ναπολέοντας και οι ναπολεόντειοι πόλεμοι άμεση συνέχεια του γαλλικού εμφυλίου; Απ' την ανάποδη όμως τώρα , όποια αθλιότητα κι αν “στοιχειώνει” την Ελλάδα στο παρόν, στο πολιτισμικό επίπεδο, κανένας δεν θορυβήθηκε και δεν επρόκειτο να θορυβηθεί εάν η οικονομική κρίση δεν ερχόταν στο κατώφλι μας. Αντίστοιχα, κανένας δεν πρόκειται να επαναστατήσει ή να προκαλέσει εμφύλιο, όσο κι αν χειροτερέψουν οι μισθοί κι η ανεργία όσο αυτά χτυπούν έναν λαό γερόντων και γερασμένων, ανίκανων ως προς την ανάδειξη ισχυρών πολιτικών ηγεσιών και αλλαγής του παρόντος εξουσιαστικού παραδείγματος. Έναν λαό που εν τέλη έχασε εκείνο το συνεκτικό στοιχείο που του επιτρέπει από αόριστη ανθρωπομάζα να συμπεριφέρεται ως λαός, χαρακτηριζόμενος από μία ορισμένη πολιτισμική συμπεριφορά και να κινηθεί σαν οργανωμένο σύνολο, ένα ή και περισσότερα και στο τέλος ουσιαστικά δύο, στην περίπτωση του εμφυλίου. Να προβάλλει το δικό του status quo  , με την μορφή και την παρουσία ενός επιτυχημένου κράτους. Εδώ φυσικά αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι τυχαίο, πως ανεξαρτήτως αποχρώσεων, οι περισσότεροι πολιτικοί χώροι στην πατρίδα μας, προβάλλονται ως ακραία αντικρατικιστικοί, ενώ ο κρατισμός νοείται σαν επιβολή πολλών και παράλογων νομοθεσιών, την ύπαρξη ποικίλων γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και τέλος τις βαριές φορολογικές επιβολές. Αντιθέτως, το παράδειγμα από την ανάποδη είναι η γείτονα χώρα, όπου ακριβώς η ακμάζουσα δημογραφία της, η γεωπολιτική της αναβάθμιση και η εξωστρέφειά της συμπίπτουν με την κατάληξή της στα όρια του εμφυλίου, μαρτυρώντας την συμπεριφορά ενός λαού με δημιουργικότητα, ζωντάνια και ισχυρή θέληση, ασχέτως του αν είναι διχασμένος ως προς τις προσδοκίες και τα οράματά του. Γιατί πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η τάση για εμφύλιο, δεν είναι φυσικά κι η καλύτερη προοπτική για έναν λαό, όμως είναι μία από τις πολλές -ακόμη κι αν είναι η χείριστη ανάμεσα σε όλες- που καταμαρτυρούν την βαθύτερη θέληση και λαχτάρα ενός έθνους να καταφάσκει απέναντι στην ιστορία και τις προκλήσεις της, να καταλάβει μία θέση στο μέλλον. Αντιθέτως, τί μέλλον άραγε και τί συλλογικό όραμα μπορεί και δύναται να έχει ένας λαός που οι ηγέτες του βασίζουν το είναι της χώρας σε συνάλλαγμα από φτηνά πακέτα διακοπών;            

     Κατά συνέπεια λοιπόν στην νεοελληνική καθημερινή πραγματικότητα παρουσιάζονται διάφορα φαινόμενα που καταμαρτυρούν έμμεσα και άμεσα τις παρακμιακές τάσεις και αντιδράσεις του γέροντα που ξεμωραίνεται και παριστάνει τον ρωμαλέο έφηβο, πάντα όμως ανεπιτυχώς χαρακτηριζόμενος από γραφικότητα και ιλαρότητα. Φαινόμενα που διατρέχουν οριζοντίως όλα τα πεδία του πολιτικού και του κοινωνικού, ανεξαρτήτως ταυτότητας, απόχρωσης και ανθρωπογεωγραφίας. Μέρα με την μέρα, ο μέσος πολίτης και πολύ πιο εμφανώς ο υποτιθέμενα συνειδητοποιημένος, προσπαθεί να διαχειριστεί ένα αδιέξοδο, σαν να αναμένει έναν από μηχανής θεό ενώ συνάμα έχει χάσει την πίστη του στην ύπαρξη της οποιασδήποτε θεότητας. Χωρίς όμως το ψήγμα εκείνο της ειλικρίνειας που θα τον ανάγκαζε να το παραδεχτεί, έστω να το συνειδητοποιήσει. Κι έτσι εν τέλει παρουσιάζονται φαινόμενα καλλιτεχνικής διαμαρτυρίας και “δημοσιολογικής” παρέμβασης που χωρίς αληθινό πάθος, ή με  ένα ψευδεπίγραφο πάθος και χωρίς αισθητική προβάλλουν στο επίπεδο του συμβολικού ένα αποτέλεσμα που θυμίζει κάπως διαφήμιση της coca- cola, στην πιο μίζερη φυσικά κι “ελληναράδικη” εκδοχή της. Άλλοτε πάλι, κάποιοι άλλοι περισσότερο “αναστοχαστικοί”, καλούν με πρόφαση ευθύνης σε ατομική και “σιωπηλή” επανάσταση προσπαθώντας να περισώσουν ένα αίσθημα δήθεν προοδευτικού εκσυγχρονισμού. Εξίσου αυτ- απατηλά προβάλουν τα προφητικά, “αποκαλυπτικά” οράματα μέσω ενός ορισμένου κομματιού του “χριστιανοπρεπή” τύπου κι αντίστοιχων αναγνωσμάτων του συρμού,  που υπόσχονται το τέλος αυτής της “θεϊκής τιμωρίας” ακριβώς μέσω μία θεϊκής παρέμβασης από τις πρεσβείες κάποιου αγίου, τουλάχιστον όμως στην περίπτωση αυτή υπάρχει μια βάση ας πούμε ειλικρίνειας εν είδει ειρωνείας, ουσιαστικά μας καλούν να αναμένουμε την Δευτέρα Παρουσία, υπερβατικά. Μία βάση που απουσιάζει όμως από αντίθετες πηγές “αντισυστημικότητας” που μας καλούν στην αναμονή της Επανάστασης εξίσου “υπερβατικά”, μα με ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα σε μια ενδεχόμενη αποτίμηση  και των δύο. Και εν τω μέσω ή και στα άκρα όλων αυτών, πολλά άλλα, μικρά  ή μεγαλύτερα πλαίσια ξεδιπλώνονται κάνοντας το καθένα την δική του κατά φαντασίαν αντίσταση ή επανάσταση ή ακόμα και δρώντας ανταγωνιστικά κι εχθρικά μεταξύ τους, υπηρετώντας όμως όλα τον ίδιο σκοπό και παίζοντας τον ίδιο ρόλο στην Ελλάδα σαν κράτος, χώρα και κοινωνία, όσο μη κατανοητό κι αν αυτό φαντάζει εκ πρώτης όψεως σε πολλούς. Κατά τον ίδιο τρόπο που διαφορετικά και ανταγωνιστικά μεταξύ τους βακτήρια ξεπηδούν και δρουν μέσα στην πληγή ή και το σάπιο σώμα αποδομώντας το. Ή ως μια λιγότερο μακάβρια εικόνα, μπορούμε κάλλιστα να παρομοιάσουμε ετούτο το γίγνεσθαι με μια λατινοαμερικάνικη σαπουνόπερα, γεμάτη από φιέστες που ξεπερνούν το όριο του κιτς και δακρύβρεχτους διαλόγους που ξεπερνούν τα όρια της κωμικοτραγικότητας. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι, όπως σωστά λέγει και το Ευαγγέλιο, ο Θεός, είναι πάντα ο Θεός των ζωντανών, κατά τον ίδιο τρόπο που και μια Επανάσταση, είναι η εξέγερση των νικητών κι όχι των ηττημένων... 

     Συνεπώς, για να βάλουμε έναν επίλογο: κίνδυνος εμφυλίου, ειδικά με την μορφή της επανάστασης ή της λαϊκής εξέγερσης δεν υπάρχει ούτε για αστείο. Οι μεγάλες εμφύλιες συγκρούσεις και ταραχές, παρά τον πόνο που προξενούσαν αφορούσαν πάντοτε δυναμικούς και νεανικούς, ακμάζοντες λαούς για τον τάδε ή τον δείνα λόγω. Ενώ οι επικλήσεις σε κάθε είδους θρησκευτική και πολιτική ιδέα την οποία και οικειοποιούνταν τα εκάστοτε επαναστατικά κι επαναστατημένα υποκείμενα, αποτελούσε πάντοτε στο επίπεδο του επιτελεστικού, του τελετουργικού μα και του συμβολικού, πέραν της έμπνευσης κι έναν τρόπο προβολής- θέασης του κόσμου σύμφωνα με την δυναμική που διέθεταν οι άνθρωποι ή δεν διαθέτουν στην καθ' ημάς περίπτωση, όπου και οι όποιες παραστάσεις ή εκκλήσεις υποβαθμίζονται στο επίπεδο της καταγγελτικής ηθικολογίας. Στην δικιά μας περίπτωση που όλα αποτελούν ασπιρίνες ανακούφισης και βαλβίδες εκτόνωσης του μικροαστού επί του καναπέ του.  Ο κίνδυνος που πραγματικά υπάρχει είναι το τίμημα που πληρώνει και θα πληρώσει κάθε λαός που είναι ανίκανος ακόμα και για εμφύλιο,  που του στερείς μα δεν απαιτεί ούτε κι αντιδρά στην ουσία, μα προτιμά να καταφεύγει σε αποσπασματικά καμώματα και αναδεικνύει δημαγωγούς που καμώνονται ότι απαιτούν την ουτοπία, ενώ στην αλήθεια δεν θέλουν τίποτε, πέραν της “πολιτικής” τους αυτο- ικανοποίησης. Μη θέλοντας και μην μπορώντας, σαν λαός, να θυσιάσει ούτε στάλα από την μακάρια ειρήνη της όψιμης αχρονικότάς του, της όποιας οχυρωμένης ασφάλειας, που είναι όμως όχι η ασφάλεια ενός “φρουρίου” αλλά εκείνη των νεκροταφείων.